[Η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά της Β’ δημοτικού να γράψουν μια δική τους ιστορία δίνοντας τους μόνο 3 λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσουν. Ακολουθεί η ιστορία της Ήβης Κωνσταντινίδη.]
Μια φορά κα έναν καιρό ήταν ένας λύκος και ένα ελάφι.
Το ελάφι ήταν όμορφο και το έλεγαν Ροζούλα και ο λύκος ήταν όμορφος και τον έλεγαν Γαλαζούλη.
Μια μέρα που έπαιζαν τυφλόμυγα ο λύκος ήταν η τυφλόμυγα και είχε ένα μαντήλι που το φόρεσε στα μάτια. Τοτε δεν εβλεπε το ελαφι οτι ο λυκος ηταν ετοιμος να χτυπησει στο δεντρο. Ετσι, ο λυκος χτυπησε τοσο ασχημα που ξεχασε οτι ηταν φιλος με το ελαφι και το κυνηγουσε για να το φαει.
Τοτε το ελαφι καταλαβε οτι ο λυκος χτυπησε στο δεντρο. Γλυτωσε απο τον λυκο και κρυφτηκε.
Ξαφνικα εγινε ενα θαυμα και μπροστα στο λυκο βρεθηκε ενα νοσοκομειο. Οι γιατροι του εδωσαν ηρεμιστικο και τον εβαλαν να ξαπλωσει. Τον γιατρεψαν την ωρα που κοιμοταν και εγινε καλα.
Πηγε στο ελαφι και δεν ξαναπαιξανε ποτε τυφλομυγα.
[Προσθηκη της δασκαλας]
Αποφασισαν να ζησουν αρμονικα και να παιζουν άλλα παιχνίδια, λιγότερο επικύνδυνα. Και εζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.